Συγκεκριμένα, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο προχώρησε σε μία αμφίσημη απόφαση. Από τη μία αναγνωρίζει το δικαίωμα της εκάστοτε κυβέρνησης της ΕΕ να μπλοκάρει τις ομαδικές απολύσεις για λόγους εξυπηρέτησης του δημόσιου συμφέροντος, από την άλλη όμως κρίνει τα κριτήρια της ελληνικής νομοθεσίας ως ασαφή και γενικά.
Πιο συγκεκριμένα, ευθυγραμμίζεται με την κοινοτική νομοθεσία η δυνατότητα αναστολής των ομαδικών απολύσεων μίας επιχείρησης, αρκεί τα κριτήρια λήψης αυτής της απόφασης να είναι συγκεκριμένα. Έτσι, το συμπέρασμα των δικαστών είναι πως οι χειρισμοί στην υπόθεση της ΑΓΕΤ ΗΡΑΚΛΗΣ είναι μη συμβατοί με το ευρωπαϊκό δίκαιο και αντίκεινται με την ελεύθερη εγκατάσταση πολιτών και επιχειρήσεων.
Το δικαστήριο επικαλούμενο την οδηγία 98/59/ΕΚ, αναφέρει: «Ελλείψει συμφωνίας με τους εκπροσώπους των εργαζομένων επί σχεδίου ομαδικών απολύσεων, ο εργοδότης δεν μπορεί να προβεί στις απολύσεις αυτές, εφόσον η αρμόδια δημόσια αρχή στην οποία το σχέδιο πρέπει να κοινοποιηθεί, δεν εγκρίνει, με αιτιολογημένη απόφασή της εντός της προβλεπόμενης από την ως άνω ρύθμιση προθεσμίας και κατόπιν εξετάσεως του φακέλου και αξιολογήσεως των συνθηκών της αγοράς εργασίας, της καταστάσεως της επιχειρήσεως και του συμφέροντος της εθνικής οικονομίας, την εν όλω ή εν μέρει υλοποίηση των σχεδιαζόμενων απολύσεων. Δεν ισχύει όμως το ίδιο, εάν διαπιστωθεί ότι, λόγω των τριών κριτηρίων αξιολογήσεως στα οποία παραπέμπει η ρύθμιση αυτή και της κατά περίπτωση εφαρμογής της από την ως άνω δημόσια αρχή υπό τον έλεγχο των αρμοδίων δικαστηρίων, η επίμαχη ρύθμιση έχει ως συνέπεια να καθίστανται οι διατάξεις της οδηγίας άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας, ζήτημα του οποίου η εξέταση απόκειται στο αιτούν δικαστήριο.»
Το γεγονός αυτό -αν και η τελική απόφαση θα παρθεί από το ΣτΕ- θα αποτελέσει βασικό επιχείρημα των δανειστών (σ.σ. ειδικά του ΔΝΤ) για το άνοιγμα των ομαδικών απολύσεων.