«Δεν είναι ότι δεν κάνουμε καλά πράγματα με τα λεφτά αυτής της βοήθειας, όμως δεν τα χρησιμοποιούμε όσο αποτελεσματικά θα μπορούσαμε αν φιλοδοξία μας είναι πραγματικά να τελειώνουμε με την ακραία φτώχεια», δήλωσε η Έιμι Ντοντ, ειδική στη χρηματοδότηση της ανάπτυξης στην εταιρία μελετών.
Τα πιο πλούσια κράτη πρέπει να ανταποκριθούν στις δεσμεύσεις τους για δωρεές και να κατευθύνουν περισσότερη βοήθεια σε εκείνους «που έμειναν πίσω», αναφέρουν οι συντάκτες της έκθεσης.
Το μέσο εισόδημα του πιο φτωχού 20% του παγκόσμιου πληθυσμού ήταν 94 σεντ την ημέρα το 1990. Προσαρμοσμένο με τον πληθωρισμό είναι 1,73 δολάρια σήμερα, την ώρα που το ευρέως αναγνωρισμένο σημείο αναφοράς για τη μέτρηση της ακραίας φτώχειας είναι 1,90 δολάρια την ημέρα.
Οι μέσες απολαβές του υπόλοιπου πληθυσμού αυξήθηκαν από 12,85 δολάρια το 1990 στα 18,63 δολάρια σήμερα, σύμφωνα με την έκθεση.
Αν δεν αλλάξει τίποτα, το χάσμα στις απολαβές των πιο φτωχών με τον υπόλοιπο πληθυσμό θα αυξηθεί σε σχεδόν 19 δολάρια έως το 2030, σχεδόν το μισό σε σχέση με το 1990.
Το πιο φτωχό 20% του παγκόσμιου πληθυσμού είναι συχνά μειονότητες, όσοι ζουν σε χώρες όπου μαίνεται πόλεμος ή ο πόλεμος έχει τελειώσει, άνθρωποι σε κράτη με εύθραυστες κυβερνήσεις και εκείνοι που επηρεάζονται περισσότερο από την κλιματική αλλαγή, σύμφωνα με την έκθεση.
«Η ανάπτυξη τα ερχόμενα δέκα χρόνια θα έχει να κάνει με την αντιμετώπιση των εύθραυστων συνθηκών και είναι κάτι που δεν μπορούμε πλέον να αποφύγουμε, άρα θα πρέπει να είμαστε πολύ πιο έξυπνοι για αυτό», δήλωσε ο Νταν Κόπαρντ, διευθύντρια ερευνών στην Development Initiatives.
Το μέλλον προμηνύεται ιδιαίτερα ζοφερό για τους ανθρώπους σε χώρες της υποσαχάριας Αφρικής όπως το Μαλί και το Μπενίν, καθώς και η Συρία και το Αφγανιστάν, σύμφωνα με τις προβολές της έκθεσης.
Αυτή τη στιγμή, οι πιο φτωχές χώρες του κόσμου λαμβάνουν 1,5 φορές λιγότερη βοήθεια από άλλες αναπτυσσόμενες χώρες, σύμφωνα με την έρευνα.
Η Ντοντ είπε πως οι χώρες δωρητές λαμβάνουν αποφάσεις για την κατεύθυνση της βοήθειας βασισμένες σε παράγοντες που περιλαμβάνουν την εθνική ασφάλεια, καθώς και ιστορικούς δεσμούς όπως η γαλλική και η βρετανική βοήθεια σε πρώην αποικίες.
Επίσης, η διεθνής βοήθεια συγκεντρώνεται όλο και περισσότερο στην κάλυψη του κόστους της φιλοξενίας προσφύγων στις χώρες δωρητές αντί να κατευθύνεται για τη βελτίωση των συνθηκών στο εξωτερικό, είπε.