Του Πέτρου Γκάτζια
22 Νοεμβρίου του 1963 και πάλι. Ο συγγραφέας Άλντους Χάξλεϊ αφήνει την τελευταία του πνοή στην Καλιφόρνια, νικημένος από τον καρκίνο και με την σύζυγό του στο πλάι του.
Την ίδια ημέρα και σχεδόν την ίδια ώρα, πεθαίνει στην Ιρλανδία ένας άλλος διάσημος συγγραφέας, ο Κλάιβ Στέιπλς Λιούις, από νεφρική ανεπάρκεια.
Ο κόσμος ωστόσο είναι πολύ σοκαρισμένος από τη δολοφονία του Κένεντι και η είδηση του θανάτου των δύο συγγραφέων περνά στα «ψιλά». Ένα άδικο τέλος για δύο δημιουργούς, που πέρασαν μεν στην αθανασία με το έργο τους αλλά απαρατήρητοι όσον αφορά την ημέρα του θανάτου τους.
Ένας πρόεδρος-θρύλος, που στοιχειώνει ακόμη τις Ηνωμένες Πολιτείες, τους επισκίασε και για άλλη μια φορά διαπιστώνουμε τη δύναμη της εικόνας έναντι του λόγου. Γιατί, για τους πολλούς είναι πολύ πιο σημαντικό να βλέπεις έναν πρόεδρο να δολοφονείται, παρά να μαθαίνεις για το θάνατο αγαπημένων και διάσημων συγγραφέων στο κρεβάτι τους, οι οποίοι όμως γαλούχησαν γενιές και έφτιαξαν συνειδήσεις.
Ο Χάξλεϊ, στο «Θαυμαστό Καινούργιο Κόσμο» του, περιέγραψε μια εφιαλτική, τεχνοκρατική κοινωνία, έναν πολιτισμό που βασίζεται στον ψυχολογικό καταναγκασμό, ενώ με το «Νησί», που έγινε το μανιφέστο των χίπις, έδωσε ένα σημαντικό οικολογικό και ανθρωπιστικό κείμενο.
Ο Κ.Σ. Λιούις, στενός φίλος του Τόλκιν, μας εξασφάλισε το δικαίωμά μας να ονειρευόμαστε, γράφοντας τα «Χρονικά της Νάρνια». Ένας φιλόσοφος, εκτός από συγγραφέας, ένας μεσαιωνολόγος.
Ενδεχομένως, αν οι τρεις τους είχαν ποτέ συναντηθεί, θα έκαναν πολύ καλή παρέα, γιατί ο Κένεντι, εκτός των άλλων, υπήρξε και ένας πολύ καλός συζητητής. Ωστόσο, η ιστορία φρόντισε να τους συνδέσει με τραγικό τρόπο.
Το συγκεκριμένο άρθρο μπορείτε να το δείτε στην στήλη History του τεύχους 97 του HOT DOC