Του Φώτου Λαμπρινού
Γείτονας των νεανικών μου χρόνων σε μια γειτονιά της Αθήνας και φίλος μιας ζωής, ο Θανάσης Ροδόπουλος υπηρετούσε τη στρατιωτική του θητεία την εποχή που βρισκόταν σε εξέλιξη η υπόθεση Μπελογιάννη. Η δίκη, η καταδίκη, η εκτέλεση. Υπηρετούσε σε ένα στρατόπεδο πεζικού στην Αγία Παρασκευή, βορειοανατολικά της Αθήνας.
Μια νύχτα, γύρω στις 3.00, ο λοχαγός ξύπνησε καμιά 20αριά στρατιώτες, τους είπε να ντυθούν με πλήρη εξάρτυση και να πάρουν τα τουφέκια τους. Ανάμεσά τους και ο Θανάσης. Τους έβαλε σε ένα φορτηγό και έφυγαν από το στρατόπεδο διανύοντας μια σχετικά σύντομη διαδρομή. Εφτασαν σε ένα σημείο όπου ο Θανάσης, κοιτάζοντας από το φορτηγό, είδε ότι ήταν ένα ελεύθερο πεδίο, αλλά στο βάθος διακρινόταν η μάντρα του μεγάλου νοσοκομείου της Αθήνας, της «Σωτηρίας», και κατάλαβε αμέσως περί τίνος πρόκειται. Βγήκαν όλοι οι στρατιώτες και ο λοχαγός, ο Θανάσης όμως έμεινε μέσα στο αυτοκίνητο.
Υστερα από λίγα λεπτά ο λοχαγός κατευθύνθηκε προς το φορτηγό, εμφανίστηκε στο άνοιγμα του καμιονιού και του είπε: «Ελα έξω. Τι κάθεσαι εκεί;». Και ο Θανάσης ήρεμα του απάντησε: «Δεν θα βγω, κύριε λοχαγέ». «Τι είπες;» του λέει. «Δεν θα βγω από το καμιόνι, κύριε λοχαγέ». Πηδάει πάνω στο φορτηγό ο λοχαγός, τραβάει το περίστροφο από τη θήκη του, το τείνει στο πρόσωπο του Θανάση και του λέει: «Ροδόπουλε, ξέρεις τι μπορώ να σου κάνω σύμφωνα με τον στρατιωτικό νόμο αυτήν τη στιγμή;». «Το γνωρίζω, κύριε λοχαγέ, κάντε ό,τι νομίζετε, εγώ από το καμιόνι δεν βγαίνω». Επειτα από λίγο, κάποια δευτερόλεπτα δηλαδή, ο λοχαγός ξανάβαλε το περίστροφο στη θήκη, πήδηξε από το καμιόνι και απομακρύνθηκε. Γύρισαν στο στρατόπεδο, κάποια στιγμή.
Διαβάστε τη συνέχεια στο documentonews.gr