Το αποκαλούμε «η Μερσεντέ». Χωρίς το τελικό σίγμα. Με αυτό τον ανολοκλήρωτο ορισμό που παραπέμπει στη δεκαετία του ‘70, σε μια μαγκιά εποχής που κακοποιούσε τις ξένες λέξεις, όπως απειλούσε πως θα κάνει στους ανθρώπους, αλλά τώρα πια έγινε χιούμορ.
Η Μερσεντέ δεν έχει καμία σχέση με Μερσεντές. Είναι ένα παλιό κυπαρισσί Πεζώ εικοσαετίας. Τρακαρισμένο παντού, με καθίσματα που τρίζουν σαν τους παλιούς σουμιέδες ταλαιπωρημένου κρεβατιού, ένα τιμόνι, ρόδες και μια μηχανή. Το μοναδικό εγγυημένο ταξίδι της Μερσεντέ, αυτό προς κάποιο διαλυτήριο, το σταμάτησε η κρίση. Μια φίλη μου την αγόρασε, δίνοντας ένα χιλιάρικο, για να καλύψει τις νέες ανάγκες. Κι επειδή σ’ αυτές δεν χωράνε θερμαινόμενα καθίσματα, air condition, ζάντες αλουμινίου, δερμάτινα αξεσουάρ, η Μερσεντέ μπήκε με μεγάλο θόρυβο στη ζωή μας, καθότι έχει και μια τρύπια εξάτμιση.
Κάπως έτσι γίνεται και η ζωή πια. Μια Μερσεντές που της αφαίρεσαν το ……
Διαβάστε τη συνέχεια εδώ