Μία που την διατράνωσε την συναίνεση η Σιούτη, και μία που άρχισε να καταρρέει (η συναίνεση. Λίγο αφότου έλαβα την απάντησή της, παρατήρησα ότι η φωτογραφία της μητέρας είχε κατέβει από το άρθρο. Ζητώντας εξηγήσεις, η ίδια μου απάντησε ότι η Κουνιάκη, θυμίζω δικηγόρος της οικογένειας, της απευθύνθηκε δηλώνοντας πως τα προσωπικά δεδομένα της πελάτισσάς της έχουν παραβιαστεί, απαιτώντας η φωτογραφία να κατεβεί από την ιστοσελίδα της LiFO, και επιφυλασσόμενη όλων των νόμιμων δικαιωμάτων της και της πελάτισσάς της. Όταν εξέφρασα στην Σιούτη την απορία μου για την έντονη αντίθεση ανάμεσα σε αυτά που η ίδια μου είχε πει και στην πράξη της δικηγόρου, αυτή άρχισε να τα μασάει: δεν είχε «ρωτήσει ακριβώς», απλά «της είχε πει ότι την πήρε φωτογραφία, και αυτή δεν απάντησε κάτι». Ρωτώντας την αν θεωρεί πως η σιωπή και η μη αντίδραση αποτελούν συναίνεση γενικότερα, δεν πήρα κάποια απάντηση, παρά μόνο μια προτροπή να ρωτήσω την Κουνιάκη «γιατί αποφάσισε ότι η φωτογραφία δεν ήταν προϊόν συναίνεσης ενάμιση μήνα μετά την δημοσιοποίησή της» και «γιατί ο Spiegel έχει δικαίωμα να δημοσιεύει την φωτογραφία της μάνας». Η Σιούτη πάντως πρέπει από νωρίς να είχε καταλάβει ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με τη φωτογραφία, καθώς, όπως εύκολα δείχνει μια αναδρομή σε παλιότερες εκδόσεις του άρθρου, αρχικά το πρόσωπο της μητέρας ήταν εντελώς φανερό, ενώ στη συνέχεια εμφανίστηκε θολωμένο.

Φωτογραφία: The Press Project

Ας περάσουμε τώρα από την Σιούτη στον Δημοκίδη, και από την αμιγώς δημοσιογραφική εξέταση του ρεπορτάζ στην εξέταση της αρχιτεκτονικής του podcast και σε αυτό που προσπαθεί κατ’ ουσίαν να πετύχει. Ο Δημοκίδης, καλά ενημερωμένος και (συνήθως) τεκμηριωμένος, γνωρίζει τι σημαίνει σφαιρική αντιμετώπιση ενός θέματος. Κάθε φορά που παρουσιάζει την ιστορία (την «σκληρή αλήθεια») μιας περσόνας του θεάματος, π.χ της Βάνας Μπάρμπα, φέρνει ανθρώπους που γνώριζαν το πρόσωπο μέχρι και στην παιδική του ηλικία προκειμένου να μας δώσει το έδαφος μέσα από το οποίο θα ξεφυτρώσει το επικείμενο δράμα. Η περίπτωση του συγκεκριμένου επεισοδίου είναι η μοναδική που γνωρίζω εγώ, και έχω ακούσει σχεδόν όλα τα podcasts του Δημοκίδη, όπου στην ουσία παρουσιάζεται σε πλήρη ανάπτυξη η εκδοχή ενός και μόνο ανθρώπου (της Σιούτη). Δεν υπάρχει κανένας άλλος γνωμοδότης για να μας προσανατολίσει, έστω στοιχειωδώς, στο τοπίο που θα εξερευνηθεί. Πρόκειται για αποκλειστική επικέντρωση σε ένα και μόνο περιστατικό, θαρρείς και μόνο από αυτό εξαρτώνται τα γενικότερα συμπεράσματα που καλείται να βγάλει ο αναγνώστης.

Ποιο είναι το γενικότερο πλαίσιο στο οποίο αναφέρομαι; Αυτό που ορίζεται από μια ολόκληρη βιβλιοθήκη εμπειρικής τεκμηρίωσης, που στοιχειοθετεί ότι η Ελλάδα, συνεχώς και σε βάθος χρόνου, προχωρά σε πράξεις βίας στα σύνορα που παραβιάζουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, θέτουν σε θανάσιμο κίνδυνο ευάλωτες ομάδες, και απαγορεύονται ρητά από το διεθνές δίκαιο. Αυτό δεν είναι κάτι που αμφισβητείται, είναι κάτι που έχει κατοχυρωθεί από εκτενείς μελέτες των πιο έγκυρων ευρωπαϊκών οργανισμών. Εδώ η αναφορά του European Center for Constitutional and Human Rights, εδώ η παρουσίαση της αναφοράς της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης για τα pushbacks, εδώ η Μαύρη Βιβλίος των Pushbacks με 3.000 σελίδες σχετικές με την συστηματική βία που ασκείται σε πρόσφυγες και μετανάστες στα ευρωπαϊκά σύνορα, πολλές από τις οποίες είναι αφιερωμένες στην Ελλάδα. Ως και η Αμερικάνικη πρεσβεία (!) δέχεται την ύπαρξη μεγάλου αριθμού pushbacks από «καλά τεκμηριωμένες πηγές». Σε σχετικό τους ακαδημαϊκό άρθρο, οι Valentina Azarova, Amanda Brown, και Itamar Mann κάνουν ειδική αναφορά στη συνεχιζόμενη άρνηση των ελληνικών αρχών να παραδεχθούν τα στοιχειώδη (σελ. 172-4). Φορείς αυτής της άρνησης, αυτού του gaslighting και της απόρριψης του προφανούς, έχουν γίνει κατ’ εξακολούθηση και ο ίδιος ο Μηταράκης και ο υπουργός Ανάπτυξης Άδωνις Γεωργιάδης.

Θέτω λοιπόν εγώ το ερώτημα: αυτά τα στοιχεία, οι αρνητές τους είναι δυνατόν να μην τα γνωρίζουν; Αν δεν τα γνωρίζουν, είναι επιεικώς αστοιχείωτοι σχετικά με το επάγγελμά τους. Αν τα γνωρίζουν, οι δηλώσεις τους είναι διαπιστωμένα και εμπρόθετα ψευδείς. Όμως με αυτά τα fake news, ο Δημοκίδης επέλεξε να μην ασχοληθεί. Όπως δεν επέλεξε να ασχοληθεί και με τις πάμπολλες φορές που τόσο ο Χρηστίδης όσο και ο Αποστολόπουλος έχουν φέρει στο φως εγκυρότατες πληροφορίες, τεκμηριωμένες από τις παραπάνω εκθέσεις και άλλες, σχετικά με pushbacks και άλλα δαιμόνια των συνόρων. Όπως δεν επέλεξε να ασχοληθεί, ενώ κατηγόρησε τον Χρηστίδη για εξαπάτηση και κακή δημοσιογραφική πρακτική, και με την προσβασιμότητα του ΚΥΤ Φυλακίου Έβρου. Η ανεξάρτητη δημοσιογράφος Λυδία Εμμανουηλίδου (New York Times, Al Jazeera, Deutsche Welle), μου περιέγραψε την εξής κατάσταση όταν η ίδια βρέθηκε με ομάδα δημοσιογράφων και ευρωβουλευτών στο ΚΥΤ Φυλάκιο Έβρου. Μόλις κάποιοι από τους παριστάμενους προσπάθησαν να μιλήσουν στους αιτούντες άσυλο, η ομάδα εκδιώχτηκε (!!!) από το ΚΥΤ, παρά τις έντονες διαμαρτυρίες ότι ανάμεσά τους βρίσκονταν εκλεγμένοι αντιπρόσωποι των ευρωπαικών λαών, ενώ η Βελγίδα ευρωβουλευτής Saskia Bricmont προχώρησε σε σχετική ανάρτηση για το τι αντιμετώπισε εκεί. Δεύτερο άτομο, επίσης παρόν στην ομάδα, επιβεβαιώνει κατά λέξη το γεγονός, και προσθέτει ότι «ήταν μια συνταρακτική κατάσταση, οι άνθρωποι έκλαιγαν και περνούσαν τα χέρια τους μέσα από τον φράχτη [για να μας φτάσουν], ενώ βαν ήταν παρκαρισμένο μπροστά στην πύλη, κατά τα φαινόμενα έτσι ώστε μην έχουμε οπτική επαφή με τους ανθρώπους». Η Εμμανουηλίδου μου διηγήθηκε επίσης και άλλα περιστατικά όπου η επαφή με τους πρόσφυγες απαγορεύτηκε σε δημοσιογράφους και ερευνητές χωρίς προφανή λόγο και με αστεία προσχήματα.

Φωτογραφία: Der Spiegel

Αυτό που θέλω να πω με όλα αυτά είναι το εξής: η υπόθεση της Μαρίας, ακόμα και αν δεχτούμε, για την οικονομία της συζήτησης, ότι αποτελείται από μια σειρά από αίσχιστα ψεύδη, έγινε πιστευτή για έναν πολύ συγκεκριμένο λόγο: επειδή «κουμπώνει» πάνω σε μια σειρά βίαιων, εξοντωτικών πρακτικών στα σύνορα της Ευρώπης, με θύματα χιλιάδες πρόσφυγες, ανάμεσά τους πολλά παιδιά, τις οποίες πρακτικές εφαρμόζει και η χώρα μας με την ευθύνη που της αναλογεί. Η ίδια η παραπληροφόρηση, αν και εφόσον υπήρξε, ξεπηδά από μια οργανωμένη στρατηγική παρεμπόδισης εξαγωγής πληροφοριών σχετικών με αυτές τις πρακτικές. Στερώντας αυτό το πλαίσιο από τον αναγνώστη, ο Δημοκίδης φτιάχνει, ακούσια ή όχι, μια εντελώς αποπροσανατολιστική εικόνα, η οποία αναδιπλασιάζεται μέσα από τις φιλοξενούμενες αφηγήσεις σαν κι αυτή του Μπαλασόπουλου, που θέλουν την φήμη της χώρας μας να εξαρτάται τρομερά από περιστατικά σαν κι αυτό με την, υπαρκτή ή όχι, Μαρία. Λες και αυτό το περιστατικό επέχει από μόνο του θέση βαρόμετρου, λες και από αυτό περιμέναμε να μάθουμε σε τι εκατόμβες νεκρών έχει θεμελιωθεί η ευρωπαϊκή ασφαλής μας οικογένεια. Εμμέσως μεταθέτοντας όλη τη βαρύτητα στο συγκεκριμένο περιστατικό, και αναπαράγοντας λόγια άλλων που το κάνουν, ο Δημοκίδης δεν κομίζει την αλήθεια. Αντίθετα, φωτίζοντας ένα απειροελάχιστο κομμάτι της πραγματικότητας, και συσκοτίζοντας ένα τεράστιο άλλο, καταλήγει να πει ένα ψέμα πιο ψεύτικο και από τα κανονικά.

Είχα την ευκαιρία να θέσω ο ίδιος τον παραπάνω προβληματισμό στον Δημοκίδη. Ο ίδιος υποστήριξε:

«Παρότι θεωρώ ότι τα pushbacks έχουν καλυφθεί σε πάμπολλα σχετικά ρεπορτάζ στη LiFO -και η υπόθεση των 38 δεν έχει σχέση με pushbacks- μετά από συνομιλία μας τρόμαξα και μόνο στη σκέψη ότι κάποιος θα άκουγε ή θα χρησιμοποιούσε το podcast εναντίον των προσφύγων, θα έλεγε δηλαδή «αν δεν ισχύει ο θάνατος της Μαρίας οι πρόσφυγες λένε ψέματα και δεν αξίζουν τη βοήθειά μας». Δεν πιστεύω ότι θα υπήρχε ποτέ κάποιος τόσο ανόητος, αλλά για καλό και για κακό έκανα μια προσθήκη με το αυτονόητο, ανακοινώνοντάς την το ίδιο λεπτό με σχόλιο στην πρόσφατη σχετική μου ανάρτηση στους 20.000 followers και φίλους μου στο Facebook γράφοντας: «Επειδή ίσως χρειαζόταν να ειπωθούν κάποια πράγματα που στη LIFO θεωρούμε αυτονόητα, μικρό update στο 32:05».

Έχω καλή πίστη απέναντι σε αυτήν την χειρονομία· πιστεύω ότι ο Δημοκίδης πράγματι πιστεύει όσα λέει. Από την άλλη, αυτό ακριβώς είναι και το πρόβλημα, αφού η απάντησή του τον εκθέτει, φανερώνοντας ότι είναι, για μια ακόμα φορά, ελλιπέστατα πληροφορημένος σχετικά με το ζήτημα για το οποίο εκφράζεται με τόσο μεγάλη σιγουριά. Μια γρήγορη έστω ματιά στις σχετικές ανακοινώσεις του Ελληνικού Συμβουλίου για τους Πρόσφυγες (123) δείχνει ότι η υπόθεση των 38 δεν είναι απλά συνδεδεμένη με την πρακτική του pushback, αλλά αποτελεί μια par excellence περίπτωση συνεχόμενων pushbacks, τα οποία περιγράφονται στις καταθέσεις των προσφύγων με λεπτομέρειες. Όπως σχολίασε άτομο που γνωρίζει τα της υπόθεσης, η ιστορία των 38 είναι για την ακρίβεια «μια ιστορία επαναπροωθήσεων, αυτό και τίποτα άλλο – απλά το ζήτημα με τη Μαρία πολιτικοποιήθηκε». Εκτός από το ότι το ζήτημα πολιτικοποιήθηκε, θεματικοποιήθηκε προσθέτω εγώ, καθώς το να μιλάς για το ξεσκέπασμα της απάτης ενός τάχα νεκρού παιδιού πουλάει πολύ περισσότερο από το να μιλάς για την ουσία. Παραθέτω, ενδεικτικά και μόνο καθότι το υλικό είναι τεράστιο, από μία εκ των ανακοινώσεων:

Η συγκεκριμένη ομάδα προσφύγων, για την οποία έχουν εκδοθεί δύο αποφάσεις ασφαλιστικών μέτρων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, που υποδεικνύουν στην Ελλάδα να παράσχει ανθρωπιστική βοήθεια και να μην τους μεταφέρει στην Τουρκία, βρέθηκε στην ίδια νησίδα που βρίσκεται και σήμερα, αρχικά από τις Ελληνικές αρχές στις 14/7, για να επαναπροωθηθούν στην Τουρκία και να μεταφερθούν ξανά από τις Τουρκικές αρχές εκεί ακριβώς πριν μία εβδομάδα.

Να σημειωθεί επίσης ότι η Σιούτη είχε πλήρη γνώση της παραπάνω απάντησης του Δημοκίδη και δεν αισθάνθηκε την ανάγκη να παρέμβει στο παραμικρό. Στην περίπτωση που δεν ήξερε για τη σύνδεση της υπόθεσης με τα pushbacks, δηλαδή αγνοούσε ένα βασικότατο στοιχείο της, είναι εξίσου άσχετη με τον Δημοκίδη. Στην περίπτωση που ήξερε, γεννάται το ερώτημα γιατί δεν είπε κάτι, αν μη τι άλλο για να προστατέψει τον συνάδελφό της.

Καταλήγοντας, το δικό μου συμπέρασμα είναι συνολικά η δουλειά του Δημοκίδη βασίζεται σε ένα ρεπορτάζ που δεν φέρνει στο τραπέζι απολύτως τίποτα καινούριο, ενώ όλες οι σχετικές με την υπόθεση έρευνες βρίσκονται σε εξέλιξη, για να ισχυριστεί ότι ανακάλυψε fake news, τα οποία δεν θα ήταν τέτοια ακόμα και αν τελεσφορούσαν όλες οι έρευνες αρνητικά για τον Spiegel, τον Χρηστίδη, και όλους τους υπόλοιπους. Όλα αυτά αποκρύπτοντας βασικά στοιχεία που συνθέτουν το πλαίσιο του ζητήματος, και που θα αναδείκνυαν το γενικότερο ποιόν των ανθρώπων που προσπαθεί να εκθέσει. Τελικά, ο Δημοκίδης φτάνει σε ένα ανέντιμο και αποπροσανατολιστικό αποτέλεσμα, που χαϊδεύει τα χειρότερα ένστικτα ενός λαού ο οποίος θα βρεθεί υπόλογος απέναντι στην Ιστορία για όσα συμβαίνουν, χρόνια τώρα, στα σύνορα της χώρας του.