Newsroom

Newsroom

Τζακ Κέρουακ – Η Θάλασσα, το Αδέρφι μου

Ένα απόσπασμα από το χαμένο έργο του Τζακ Κέρουακ "Η Θάλλασα τ' αδέρφι μου" σε μετάφραση του Γιώργου Ίκαρου Μπαμπασάκη.

59a9914e1dc524c4088b45f1

“Ένας νέος άντρας, με τσιγάρο στα χείλη και τα χέρια χωμένα στου παντελονιού τις τσέπες, κατέβηκε τα λίγα τούβλινα σκαλιά που οδηγούσαν στο φουαγιέ ενός ξενοδοχείου στο πάνω Μπρόντγουεϊ και στράφηκε προς τη μεριά της Ρίβερσαϊντ Ντράιβ, σουλατσάροντας μ’ ένα περίεργο, αργό σούρσιμο των ποδιών του.

Σουρούπωνε. Οι δρόμοι μες στον ζεστό Ιούλη, καλυμμένοι σε μιαν αχλή πνιγηρότητας που θόλωνε τα αιχμηρά περιγράμματα του Μπρόντγουεϊ, να βρίθουν από ένα σμάρι τύπους που σεργιανούσαν, από γραφικά μικρά οπωροπωλεία, από λεωφορεία, ταξί, απαστράπτοντα αυτοκίνητα, καταστήματα με τρόφιμα κοσέρ, μαρκίζες κινηματοθεάτρων, και τα αναρίθμητα άλλα φαινόμενα που φτιάχνουν το λαμπρό πανηγυριώτικο πνεύμα μιας οδικής αρτηρίας στην καλοκαιριάτικη πόλη της Νέας Υόρκης.

Ο νέος άντρας, ντυμένος ανέμελα μ’ ένα λευκό πουκάμισο χωρίς γραβάτα, μια πράσινη πολυφορεμένη καμπαρντίνα, μαύρο παντελόνι, και μοκασίνια, κοντοστάθηκε μπροστά σ’ ένα υπαίθριο οπωροπωλείο και έριξε μια καλή ματιά στην πραμάτεια. Στο λεπτό του χέρι βαστούσε ό,τι είχε απομείνει από τα χρήματά του – δυο εικοσιπενταράκια, μια δεκάρα, και μια πεντάρα. Αγόρασε ένα μήλο και συνέχισε το δρόμο του, μασουλώντας σκεφτικά. Τα ’χε ξοδέψει όλα σε δυο βδομάδες – πότε θα μάθαινε να ’ναι πιο συνετός! Οχτακόσια δολάρια σε δεκαπέντε μέρες – πώς; πότε; και γιατί;

Όταν πέταξε του μήλου το αποφάγι, δεν έπαψε να νιώθει την ανάγκη να ικανοποιήσει τις αισθήσεις του με κάτι  – με το ένα ή το άλλο χασομέρι, κι έτσι μπήκε σ’ ένα καπνοπωλείο και αγόρασε ένα πούρο. Δεν το άναψε παρά μονάχα σαν πήγε κι έκατσε σ’ ένα παγκάκι στην Ντράιβ φάτσα στον Ποταμό Χάντσον.

Ήταν δροσερά εκεί σιμά στον ποταμό. Πίσω απ’ τον άντρα, ο δραστήριος υπόκωφος θόρυβος της Νέας Υόρκης ν’ αναστενάζει και να πάλλεται λες και το ίδιο το Μανχάταν Άιλαντ να ήταν μια δυσαρμονική χορδή που την κοπανούσε το χέρι κάποιου αδιάντροπου και φουριόζου δαίμονα. Ο άντρας στράφηκε και σάρωσε με τα βαθύχρωμα, περίεργα μάτια του τις ψηλές στέγες της πόλης, και πέρα κάτω το λιμάνι όπου η αλυσίδα απ’ τα φώτα του νησιού σχημάτιζε μιαν εντυπωσιακή αψίδα, πνιγηρές χάντρες μες στην αχλή του μεσοκαλόκαιρου να κρέμονται με μιαν ακανόνιστη σειρά.

Το πούρο διατηρούσε την πικρή γεύση στο στόμα του, όπως το είχε θελήσει –την ένιωθε πλούσια και γεμάτη ανάμεσα στα δόντια του. Στον ποταμό, μπορούσε να διακρίνει αμυδρά τα κύτη των αγκυροβολημένων εμπορικών πλοίων. Μια μικρή ατμάκατος, αθέατη εξόν από τα φώτα της, γλιστρούσε με ελιγμούς ανάμεσα στα σκοτεινά φορτηγά και τα δεξαμενόπλοια. Με ήρεμη κατάπληξη ο άντρας έγειρε μπροστά και κοίταξε τις επιπλέουσες κουκκίδες φωτός να κινούνται αργά στον ποταμό με μιαν υγρή χάρη, η σχεδόν παθολογική του περιέργεια να σαγηνεύεται από αυτό που θα είχε φανεί κοινοτοπία σε άλλους.

Αυτός ο νέος άντρας, μολαταύτα, δεν ήταν συνηθισμένος άνθρωπος. Είχε μια μάλλον φυσιολογική εμφάνιση, λίγο μόλις παραπάνω απ’ το κανονικό στο ύψος, λεπτός, με βαθουλωτό πρόσωπο όπου έκανε εντύπωση το έντονο πηγούνι του και οι μύες στο πανωχείλι του, με το εκφραστικό του στόμα να διαγράφεται λεπτεπίλεπτα αλλά με πλησμονή από τις γωνίες της λεπτής του μύτης, και με δυο ήρεμα, συμπονετικά μάτια. Αλλά το φέρσιμό του ήταν αλλόκοτο. Είχε το συνήθειο να κρατάει το κεφάλι του ψηλά, κι έτσι ό,τι κι αν παρατηρούσε το περιέβαλλε θαρρείς με μιαν υποτιμητική εξέταση, και είχε μια αποστασιοποιημένη όψη που πρόδιδε μιαν υπεροπτική και ανεξιχνίαστη περιέργεια.

Μ’ αυτό το ύφος, κάπνιζε το πούρο του και κοίταζε τους σουλατσαδόρους στην Ντράιβ να προσπερνάνε, φαινομενικά συμφιλιωμένος με τον κόσμο. Αλλά ήταν οικονομικά σε μαύρο χάλι, και το ήξερε –αύριο πια δεν θα ’χε πεντάρα τσακιστή. Μ’ ένα αχνό χαμόγελο, που το κατόρθωσε ανασηκώνοντας τη γωνία του στόματός του, πάσχισε να θυμηθεί πώς είχε ξοδέψει τα οχτακόσια δολλάριά του.

Η περασμένη νύχτα, αυτό το ήξερε, του είχε στοιχίσει εκατόν πενήντα δολάρια, τα τελευταία του. Μεθυσμένος δύο απανωτές εβδομάδες, είχε καταφέρει να επανέλθει σε κάποια νηφαλιότητα σ’ ένα φτηνό ξενοδοχείο στο Χάρλεμ –από κει, θυμήθηκε, είχε πάρει ένα ταξί κι είχε πάει σ’ ένα μικρό φαγάδικο στη Λένοξ Άβενιου όπου δεν σέρβιραν παρά μονάχα κάτι μπριζόλες όλο κόκαλο. Εκεί είχε συναντήσει την χαριτωμένη έγχρωμη κοπελίτσα που ήταν μέλος στην Ένωση Νέων Κομμουνιστών. Θυμήθηκε ότι είχαν πάρει ένα ταξί για το Γκρίνουιτς Βίλατζ όπου εκείνη ήθελε να δει μια συγκεκριμένη ταινία… ο Πολίτης Κέιν, αυτή δεν ήταν; Και μετά, σ’ ένα μπαρ στην ΜακΝτάγκαλ Στριτ, την έχασε την κοπέλα όταν έμπλεξε ο ίδιος μ’ έξι ναύτες που είχαν ξεμείνει από παραδάκι~ ήταν από ένα αντιτορπιλικό που βρισκόταν τώρα στη δεξαμενή καθαρισμού. Από κει, όσο μπορούσε να θυμηθεί, πήρε ένα ταξί μαζί τους κι έπιασαν να τραγουδάνε κάθε λογής τραγούδια και κατέβηκαν στους Στάβλους της Κέλι στην 52η Οδό και μπήκαν μέσα για ν’ ακούσουν τον Ρόι Έλντριτζ και την Μπίλι Χόλιντεϊ. Ένας απ’ τους ναύτες, ένας μεγαλόσωμος, μαυρομάλλης, υποκελευστής του Υγειονομικού, μιλούσε ακατάπαυτα για την τρομπέτα του Ρόι Έλντριτζ και γιατί ήταν δέκα χρόνια μπροστά από κάθε μουσικό της τζαζ εκτός ίσως από δύο άλλους που τζαμάριζαν κάθε Δευτέρα στου Μίντον στο Χάρλεμ, τον Λέστερ Τάδε και τον Μπεν Γουέμπστερ –και για το πώς ο Ρόι Έλντριτζ ήταν στην πραγματικότητα ένας θαυμαστός στοχαστής με απεριόριστες μουσικές ιδέες. Μετά πήγαν όλοι μαζί στο Στορκ Κλαμπ, όπου ένας άλλος ναύτης ήθελε μια ζωή να πάει, αλλά ήταν όλοι τους πολύ πιωμένοι και δεν τους άφησαν να μπουν κι έτσι πήγαν σ’ ένα φτηνιάρικο ποτάδικο όπου εκείνος αγόρασε ένα σωρό εισιτήρια χορού για όλη την παλιοπαρέα. Από κει πήγαν σ’ ένα άλλο μέρος στο Ιστ Σάιντ όπου η Μαντάμα έστερξε να τους πουλήσει τρία λίτρα σκοτσέζικο ουίσκι αλλά μετά που ήπιαν κάμποσο αρνήθηκε να τους αφήσει να κοιμηθούν εκεί και τους πέταξε έξω. Όπως και να ’χει είχαν βαρεθεί έως αηδίας και το μέρος και τα κορίτσια του, κι έτσι τράβηξαν κατά τις πάνω συνοικίες κι ύστερα δυτικά προς ένα ξενοδοχείου του Μπρόντγουεϊ όπου εκείνος πλήρωσε για δυο σουίτες και στράγγιξαν τα μπουκάλια με το σκοτσέζικο και την έπεσαν στις καρέκλες, στο πάτωμα, στα κρεβάτια. Και μετά, το επόμενο απόγευμα αργά, εκείνος ξύπνησε και βρήκε τρεις από τους ναύτες ξαπλωμένους ανάμεσα σ’ ένα χάλι από άδεια μπουκάλια, ναυτικούς πίλους, ποτήρια, παπούτσια, και ρούχα. Οι άλλοι τρεις είχανε φύγει, ίσως για να γυρέψουνε κάνα χωνευτικό ή κάνα ντοματόζουμο.

Κι έπειτα, είχε ντυθεί αργά, αφού έκανε ένα ντους με το πάσο του, και πήρε τους δρόμους αφού άφησε το κλειδί στη ρεσεψιόν και είπε στον υπάλληλο να μην ενοχλήσει τους φιλαράκους του που κοιμόντουσαν.

Και νάτος, εδώ καθισμένος τώρα δα, να ’χει ξεμείνει μονάχα με πενήντα σεντς. Η χτεσινή νύχτα να του ’χει κοστίσει 150 δολάρια περίπου, για ταξί, ποτά εδώ κι εκεί, λογαριασμούς στο ξενοδοχείο, γυναίκες, κουβέρ, και όλα τ’ άλλα– η καλοπέραση τέρμα για τούτη τη φορά. Χαμογέλασε καθώς θυμήθηκε τι πλάκα που είχε σαν ξύπνησε πριν από κάτι ώρες, στο πάτωμα ανάμεσα σ’ έναν ναύτη και ένα άδειο μπουκάλι ουίσκι, με το ένα του μοκασίνι στο αριστερό του πόδι και το άλλο στο πάτωμα του μπάνιου.

Πέταξε ό,τι απόμεινε απ’ το πούρο, σηκώθηκε, βάδισε στο πλάι του ποταμού. Σαν γύρισε πάλι στο Μπρόντγουεϊ, επιβράδυνε το βήμα του και πήρε να χαζεύει τα μικρά παπουτσίδικα, τα μαγαζιά που επισκεύαζαν ραδιόφωνα, τα ντράγκστορ, τα κιόσκια με τις εφημερίδες, και τα αμυδρά φωτισμένα βιβλιοπωλεία με ήρεμο και περίεργο βλέμμα.

Μπροστά σ’ ένα οπωροπωλείο σταμάτησε απότομα– στα πόδια του, μια μικρή γατούλα του νιαούριζε με παράπονο, το στοματάκι της να ’ναι μισάνοιχτο σαν καρδιόσχημο μπουμπούκι. Ο νέος άντρας έσκυψε και σήκωσε τη γάτα. Ήταν μια πολύ χαριτωμένη ψιψίνα με ραβδωτό γκρίζο τρίχωμα και μια πολύ φουντωτή ουρά για την ηλικία της.

«Γειkerouac-cicaα σου, Τίγρη», χαιρέτησε, σκεπάζοντας τη μικρή φατσούλα με το χέρι του. «Πού μένεις, καλό μου;»

Η ψιψίνα απάντησε νιαουρίζοντας, το μικρό κορμί της να γουργουρίζει στο χέρι του λεπτεπίλεπτο μουσικό όργανο. Χάιδεψε το κεφαλάκι με τον δείχτη του. Ήταν ένα μικροσκοπικό κογχύλι αυτό το κρανίο, τόσο εύθραυστο που θα μπορούσες να το τσακίσεις ανάμεσα στον αντίχειρα και τον δείχτη σου. Ακούμπησε την άκρη της μύτης του στο μικρό στοματάκι ώσπου η ψιψίνα του τη δάγκωσε παιχνιδιάρικα.

Η θάλασσα τ’ αδέρφι μου, εκδόσεις Πατάκη, μετάφραση Γιώργος – Ίκαρος Μπαμπασάκης

Απίστευτες εικόνες στο Λουτράκι: Δεκάδες δελφίνια έκλεψαν την παράσταση (Video)

pablo heimplatz qd34tnt QDI unsplash

Απίστευτες εικόνες στο Λουτράκι: Δεκάδες δελφίνια έκλεψαν την παράσταση (Video)

Στον Κορινθιακό συναντώνται τέσσερα είδη δελφινιών της Μεσογείου και συγκεκριμένα το ζωνοδέλφινο, το κοινό δελφίνι,…

Ο Λάκης Λαζόπουλος απάντησε για τον πόλεμο που έχει δεχθεί: «Καταλαβαίνεις ότι υπάρχει μια οδηγία, ένα τηλέφωνο»

Λαζόπουλος

Ο Λάκης Λαζόπουλος απάντησε για τον πόλεμο που έχει δεχθεί: «Καταλαβαίνεις ότι υπάρχει μια οδηγία, ένα τηλέφωνο»

Για την κριτική που είχε δεχθεί στα χρόνια της τηλεόρασης μίλησε ο Λάκης Λαζόπουλος

Πειραιάς: 16χρονη μαχαίρωσε 19χρονη έξω από κλαμπ – Συνελήφθη μαζί με τον συνεργό της

astynomia skai 1298x864 1

Πειραιάς: 16χρονη μαχαίρωσε 19χρονη έξω από κλαμπ – Συνελήφθη μαζί με τον συνεργό της

Σοκαριστικό περιστατικό στον Πειραιά, με μια 16χρονη να μαχαιρώνει μια 19χρονη και να την παρατάει

Αυτοκτόνησε ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Evan Wright – Είχε ταυτιστεί με την ιστορία της Paris Hilton

3a91489d839edf3fc448e912e31119ae XL

Αυτοκτόνησε ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Evan Wright – Είχε ταυτιστεί με την ιστορία της Paris Hilton

Ο Wright, είχε προσφάτως μιλήσει για το μετατραυματικό στρες από το οποίο υπέφερε εξαιτίας των βιωμάτων του…